- Σικελία
- (Sicilia). Νησί της Ιταλίας, το μεγαλύτερο (25 708 τ. χλμ.) της Μεσογείου, το οποίο χωρίζεται από την ηπειρωτική Ιταλία με το στενό (3 χλμ.) της Μεσσήνης. Έχει πληθυσμό 5 196 724 κατ., πρωτεύουσα το Παλέρμο και διοικητικά αποτελεί, μαζί με τα γύρω της μικρά νησιά, περιοχή με ειδικό καθεστώς αυτονομίας.
Η Σ., που έχει τριγωνικό σχήμα, είναι ορεινή, με περιορισμένες πεδινές περιοχές στην παράκτια ζώνη. Κατά μήκος της βόρειας ακτής εκτείνεται μια ορεινή αλυσίδα (Πελοριτάνι 1287 μ., Νεμπρόντι ή Καρόνιε 1847 μ., Μαντόνιε 1979 μ.). Στο δυτικό τμήμα βρίσκεται η Αίτνα, το ψηλότερο ηφαίστειο της Ευρώπης. Το κλίμα της Σ. είναι τυπικά μεσογειακό και οι ποταμοί της (Σιμέλο, Αλκαντάρα, Τόρτο κ.ά.) έχουν χειμαρρώδη μορφή. Η Σ. είναι πολύ πυκνοκατοικημένη, ιδίως στις παράκτιες ζώνες, όπου βρίσκονται και οι μεγάλες πόλεις. Η οικονομία της είναι βασικά γεωργική, με κύρια προϊόντα εσπεριδοειδή, κηπευτικά, κρασί και αμύγδαλα. Στο εσωτερικό του νησιού κυριαρχούν οι μεγάλες ιδιοκτησίες.
Από το 1950 έχει αρχίσει να εφαρμόζεται ευρεία αγροτική μεταρρύθμιση. Σημαντικός είναι ο ορυκτός πλούτος του νησιού (πετρέλαιο, θείο, φυσικό αέριο κ.ά.), η εκμετάλλευση του οποίου οδήγησε στην ίδρυση αρκετών βιομηχανιών. Εκτός από την πρωτεύουσα, άλλες σημαντικές πόλης είναι η Κατάνη, η Μεσσήνη, οι Συρακούσες, η Καλτενισέττα κ.ά.
Ιστορία. — Στο σταυροδρόμι της Μεσογείου, η Σ. είναι πλούσια σε αρχαιότατο παρελθόν. Από τα τέλη της πρωτοϊστορικής περιόδου, το νησί κατοικείται από τρεις εθνικές ομάδες: στο Νότο τους Σικανούς,Ίβηρες που προέρχονται από την Ισπανία· στο Βορρά, τους Σικελούς αναμφισβήτητα συγγενείς των Ιταλιωτών· στη Δύση τους Έλυμους, που φαίνεται ότι ήταν ανατολικής καταγωγής, παλιοί Τρώες κατά την παράδοση.
Ο αποικισμός του νησιού άρχισε κατά τον 8o αι. π.Χ. με τους Φοίνικες, τους οποίους ακολούθησαν πολύ γρήγορα οι Έλληνες. Σύμφωνα με το Θουκυδίδη, η πρώτη ελληνική αποικία υπήρξε η Νάξος, που ιδρύθηκε από Χαλκιδείς της Εύβοιας το 735· ακολούθησαν οι Λεοντίνοι, η Κατάνη και η Ζάγηλη, ενώ οι Κορίνθιοι ίδρυσαν τις Συρακούσες, οι Μεγαρείς τα Yβλαία Μέγαρα, οι Κρήτες και οι Ρόδιοι τη Γέλα. Λίγο αργότερα, οι πόλεις αυτές ίδρυσαν με τη σειρά τους αποικίες και πολύ γρήγορα ολόκληρη η νοτιοανατολική παραλία λουρίδα της Σ. περιήλθε στα χέρια των Ελλήνων, που μετέφεραν στο νησί τους πολιτικούς θεσμούς της πατρίδας τους. Τόσο με τους φιλόσοφους της (Εμπεδοκλής, Γοργίας), τους επιστήμονες (Αρχιμήδης) και τους ποιητές της (Θεόκριτος), όσο και με τα καλλιτεχνικά της επιτεύγματα (ναοί του Ακράγαντα και του Σελινούντα) η Σ. συμβάλλει έντονα στην ακτινοβολία του ελληνικού πολιτισμού.
Στις αρχές του 5ου αι., μετά την πτώση των Συρακουσών στα χέρια του τυράννου της Γέλας Γέλωνα, άρχισε μια μακρά περίοδος ηγεμονίας των Συρακούσιων σε ολόκληρη τη νοτιοανατολική Σ. Εναντίον αυτής ακριβώς της πόλης επιχειρήθηκε η αθηναϊκή εκστρατεία του 415 - 413 π.Χ. που έληξε με την ήττα των επιτιθέμενων. Τους Αθηναίους, ακολούθησαν οι Καρχηδόνιοι, οι οποίοι κατάκτησαν το Σελινούντα, την Ιμέρα, τον Ακράγαντα, τη Γέλα και την Καμάρινα, απειλώντας ακόμα και τις Συρακούσες, που για μια ακόμα φορά, με το Διονύσιο A’, απόκρουσαν εισβολή και έδωσαν την αρχή σε μια νέα περίοδο ευημερίας και ακμής που διάρκεσε, με μερικές διακοπές, ως το θάνατο του Αγαθοκλή (289 π,Χ.). Αμέσως μετά άρχισε η καρχηδονιακή επίθεση εναντίον της οποίας πολέμησε, χωρίς αποτελέσματα όμως, και ο Πύρρος της Ηπείρου.
Στο εξής όμως η Ρώμη άρχισε να έχει βλέψεις επί της Σ. και το 241 π.Χ., με την ευκαιρία του A’ Καρχηδονιακού πόλεμου, η Σ. έγινε ρωμαϊκή επαρχία. Μόνο οι Συρακούσες διατήρησαν κάποια ανεξαρτησία, στην οποία δόθηκε τέλος με το B’ Καρχηδονιακό πόλεμο, κατά τον οποίο η πόλη καταστράφηκε (212 π.Χ.) επειδή είχε ταχτεί στο πλευρό των Καρχηδόνιων. Για πολλούς αιώνες, η Σ. αποτέλεσε το σιτοβολώνα της Ρώμης.
Στα μέσα του 5ου μ.Χ. αι. το νησί κατακτήθηκε από τους Βανδάλους, και το 535 μ.Χ. καταλήφθηκε από τα βυζαντινά στρατεύματα του Βελισάριου. Από τότε άρχισε η περίοδος της βυζαντινής κυριαρχίας, που διάρκεσε τρεις αιώνες. Ακολούθησε η αραβική κατάκτηση μεταξύ 827 και 878. Γνώρισε τότε το νησί κάτω από τους εμίρηδες του, που ήταν υποτελείς των Φατιμιδών της Τύνιδας, δύο αιώνες ακμής και ευημερίας. Το 1091, οι εμίρηδες διώχτηκαν από τους Νορμανδούς τυχοδιώκτες του Ροβέρτου Γυϊσκάρδου, ο ανιψιός του οποίου, ο Ρογήρος B’, αναγνωρίστηκε, το 1130, βασιλιάς της Σ. Κύριος επίσης της νότιας Ιταλίας, εφαρμόζει μια επιτυχή πολιτική συγχώνευσης των λατινικών, ελληνικών και αραβικών πληθυσμών, και η αυλή του στο Παλέρμο γίνεται η λαμπρή εστία ενός συγκριτικού πολιτισμού, που βρίσκει την καλύτερη έκφραση του στη λεγόμενη «σικελονορμανδική» τέχνη. Κατόπιν η Σ. πέρασε στους Χοχενστάουφεν με το γάμο της βασίλισσας Κωνστάντιας με τον αυτοκράτορα Ερρίκο ΣΤ’ (1186), και το 13o αι., έγινε ο προτιμώμενος τόπος διαμονής του αυτοκράτορα Φρειδερίκου B’. Μετά το θάνατό του, ξέσπασε μια σοβαρή κρίση και το 1265 ο Κάρολος ο Ανδηγαυικός στέφτηκε από τον πάπα βασιλιάς της Νεάπολης και της Σ. Ωστόσο, το 1282 αναγκάστηκε να εκκενώσει το νησί ύστερα από μια επανάσταση των κατοίκων, την οποία υποκίνησε ο Πέτρος Γ’ της Αραγωνίας και η οποία είναι γνωστή ως «Σικελικός εσπερινός».
Από το έτος αυτό ως το 1713 η Σ. θα παραμείνει κτήση αραγωνική και κατόπιν ισπανική. Κυβερνώμενη από έναν αντιβασιλιά, διατηρεί κάποια αυτονομία, και οι βασιλιάδες αποφεύγουν να θίξουν τα προνόμια των βαρώνων, η υποστήριξη των οποίων τους επιτρέπει να διατηρήσουν το νησί και να αυξήσουν τους φόρους. Η συνεργασία αυτή μεταξύ των αρχών και της αριστοκρατίας των μεγαλοϊδιοκτητών συνεχίζεται ως το 18o αι., οπότε η Σ., που προς στιγμήν είχε παραχωρηθεί στο Πιεμόντε (1713), και κατόπιν στην Αυστρία (1720), ενώθηκε τελικά με τη Νότια Ιταλία στα πλαίσια ενός βασιλείου των Δύο Σικελιών κάτω από το σκήπτρο ενός νεαρού κλάδου των Βουρβώνων της Ισπανίας (1735). Μετά τη γαριβαλδινή επανάσταση (1860) η Σ. ενώθηκε με το βασίλειο της Ιταλίας.
Σικελική σχολή. Μικρογραφία του Φρειδερίκου του Β’ από κείμενο κώδικα για την τέχνη στη Σικελία που βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του Παλέρμο.
Κορινθιακό χάλκινο ειδώλιο του 8ου π.χ. αιώνα.
Σφίγγα από τα Υβλαία Μέγαρα, των αρχών του 6ου π.Χ. αιώνα.
Συρακουσιανός κρατήρας του 530-520 π.Χ. (Συρακούσες, Εθνικό Μουσείο).
Ψηφιδωτό του 12ου αιώνα με έντονη τη βυζαντινή επίδραση. Βρίσκεται στο ναό της Μαρτοράνα στο Παλέρμο. (Ο Ιησούς και ο Ρογήρος B΄)
Βραχογραφία βόνασου σε σπήλαιο του βουνού Πελεγκρίνο της Σικελίας.
Ελληνιστικό προσωπείο (Παλέρμο, Εθνικό Μουσείο).
Σικελικό γλυπτό του 15ου αι., που εικονίζει τον Αλφόνσο της Αραγώνας.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Ερημίτης, αραβικής επίδρασης οικοδομή του 12ου αιώνα στο Παλέρμο.
Ο ουρανός κοκκινίζει από το ενεργό ηφαίστειο της Αίτνας (φωτ. ΑΠΕ).
Αεροφωτογραφία της Σικελίας από δορυφόρο της ΝΑΣΑ. (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Γενική άποψη του Θεάτρου της Παδέρμο (φωτ. ΑΠΕ).
Η κορυφή του ηφαιστείου της Αίτνας, στην ανατολική ακτή της Σικελίας, υπό το φως της πανσελήνου (φωτ. ΑΠΕ).
Ένα αρχαιολογικό χάλκινο άγαλμα, που πιθανότατα παριστάνει τον Αίολο, εντοπίστηκε από ψαρά στη νότια ακτή της Σικελίας (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.